μιγδα

μιγδα
    μίγδα
    μίγδᾰ
    adv. вперемешку, вместе
    

(κεῖσθαι Hom.)

    μ. ἄλλοισι θεοῖσι Hom. — вместе с прочими богами


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μιγδα" в других словарях:

  • μίγδα — (Α) επίρρ. ανακατεμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. δα (πρβλ. κρύβ δα, φυγ δα)] …   Dictionary of Greek

  • μίγδα — promiscuously indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγδ' — μίγδα , μίγδα promiscuously indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγδαν — μίγδᾱν , μίγδην doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • mei-k̂- (and mei-ĝ-?) (*mei-ĝh-) —     mei k̂ (and mei ĝ ?) (*mei ĝh )     English meaning: to mix, stir     Deutsche Übersetzung: “mischen”     Grammatical information: also mei : mi ek̂ , mi n ek̂ ; Präsensstämme also with so , sk̂o ;     Material: O.Ind. mēkṣ a yati,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»